κρηθεν

κρηθεν
    κρῆθεν
    κρῆ-θεν
    adv. [*κράς]
    

κατὰ κ. и ἀπὸ κ. Hes. — с головы, сверху вниз


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κρηθεν" в других словарях:

  • κρήθεν — κρῆθεν (Α) επίρρ. από το κεφάλι, από την κορυφή, από πάνω («δένδρεα δ ὑψιπέτηλα κατὰ κρῆθεν χέε καρπόν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά στον Όμ. ως κατὰ κρῆθεν, που πιθ. έχει προέλθει από τη φρ. κατ ἄκρηθεν (< ἄκρον)] …   Dictionary of Greek

  • κρῆθεν — κράς head gen sg (epic) κρῆθεν indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»